υπερπολυαμίδιο

υπερπολυαμίδιο
το, και παλαιότ. τ. υπερπολιαμίδη, η, Ν
χημ. συνθετικό μεγαλομοριακό προϊόν που λαμβάνεται με συμπύκνωση ενός δικαρβονικού οξέος με μία διαμίνη ή ενός αμινοξέος με τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. superpolyamide < λατ. super «υπεράνω, επί πλέον» + αγγλ. polyamide (πρβλ. πολυαμίδιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”